Λέξη του 19ου αιώνα με αρχαίες καταβολές.
Η δολιχοδρόμηση ή δολιχοδρομία -καθώς και το ρήμα δολιχοδρομώ- σχηματίστηκαν από τον δόλιχο, τον περίφημο αγώνα δρόμου της αρχαιότητας, που ετυμολογείται από το επίθετο δολιχός, -ή, -όν (= μακρός, ανιαρός, επίπονος). Από την ίδια ρίζα το επίθετο ενδελεχής.
Ο δόλιχος ήταν δρόμος αντοχής στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας. Η απόσταση που έπρεπε να διατρέξουν οι αθλητές σε αυτόν κυμαινόταν, ανάλογα με τους αγώνες, από 7 έως 24 στάδια (όπως στη Ολυμπία δηλ. από 1300 έως 4600μ. περίπου).
Συνήθης η νεοελληνική μεταφορική χρήση του ρήματος (= διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ) και αντίστοιχα του παράγωγου ουσιαστικού.
Comments