top of page

Εύχρηστοι όροι με κατάληξη σε -ισμός



Η κατάληξη –ισμός είναι ένα παραγωγικό επίθημα της αρχαίας και της νεοελληνικής, αποτελεί ενισχυμένη μορφή του επιθήματος -μός και προέρχεται αρχικά από ρήματα σε –ίζω (λ.χ. εθίζω>εθισμός, αποικίζω>αποικισμός, χωρίζω>χωρισμός, φωτίζω>φωτισμός). Το νεοελληνικό αντίστοιχο αποτελεί μεταφορά ξένων όρων σε –ism (αγγλ.), σε –isme (γαλλ.) και σε –ismus (νεολατ. και γερμ.), που απαντά σε ονομασίες θεωριών, θρησκειών, καλλιτεχνικών κινημάτων ή φιλοσοφικών απόψεων.

Ας δούμε μερικούς από τους πιο εύχρηστους όρους:

ακτιβισμός < λατιν. activus = ενεργητικός.

Πολιτική αντίληψη που δίνει μεγάλη έμφαση στις έντονες και συχνά βίαιες μορφές δράσης ( : διαδηλώσεις, καταλήψεις κ.λπ.). Επίσης : ακτιβιστής, ακτιβίστρια.

Πβ.: Παρατηρείται τελευταία έντονος ακτιβισμός σε κάποιες οικολογικές οργανώσεις.

αταβισμός < λατιν. atavus = πρόπαππος.

Εμφάνιση ιδιοτήτων σε πρόσωπα, οι οποίες προέρχονται από απώτερους προγόνους ( : κληρονομικότητα). Επίσης : αταβιστικός.

Πβ. Στο ένα αγόρι τους εμφανίστηκαν μερικά ανεξήγητα χαρακτηριστικά οφειλόμενα μάλλον σε αταβισμό.

μανιχαϊσμός < Μανιχαίος: Πέρσης θρησκευτικός ηγέτης και αιρεσιάρχης. Επίσης: μανιχαϊστικός.

Αντίληψη ή θεώρηση των πραγμάτων εδραζόμενη στο μονοδιάστατο σχήμα ΄φωτός - σκότους΄, ΄καλού - κακού΄.

Πβ. Αποστρέφομαι το μανιχαϊσμό στη θεώρηση των πραγμάτων και τον αποκλεισμό των ενδιάμεσων ιδεολογιών.

μαξιμαλισμός < λατιν. maximum = μέγιστο.

Πολιτική πρακτική εκφραζόμενη με την προβολή ή τη διεκδίκηση αιτημάτων στον υπέρτατο βαθμό. Αντιθ.: μινιμαλισμός.

Πβ.: Στα αιτήματα των εργαζομένων της εταιρείας αυτής παρατηρείται ανέκαθεν ένας μαξιμαλισμός.


μιθριδατισμός < Μιθριδάτης: αρχαίος βασιλιάς στον Πόντο, που δηλητηρίαζε βαθμιαία (με αυξανόμενες δόσεις δηλητηρίου) τον εαυτό του, ώσπου απέκτησε ανοσία στη δράση του δηλητηρίου. Βαθμιαίος εθισμός του ανθρώπου σε κάτι.

Πβ.: Συνηθίσαμε στη ρύπανση του περιβάλλοντος σαν να έχουμε υποστεό μιθριδατισμό.

μινιμαλισμός < λατιν. minimum = ελάχιστο.

Πρακτική εκφραζόμενη στην προβολή ή στην απαίτηση όσο το δυνατόν λιγότερων πραγμάτων κ.λπ. Αντιθ.: μαξιμαλισμός.

Πβ.: Μας συγκίνησε πολύ ο μινιμαλισμός στα αιτήματα των προσφύγων αυτών.

νεποτισμός <λατιν. nepos = ανιψιός

Πρακτική να προωθούνται σε αξιώματα, θέσεις κ.λπ. συγγενικά πρόσωπα αξιωματούχων.

Πβ.: Στην πλήρωση των θέσεων διδακτικού προσωπικού στα πανεπιστήμια επικρατούσε παλαιότερα νεποτισμός.

φαρισαϊσμός < Φαρισαίοι: παρίσταναν τους πιστούς τηρητές του μωσαϊκού νόμου, είχαν όμως στην ουσία υποκριτική θεοσέβεια.

Χαρακτηρισμός για πρόσωπα με τυπολατρική και υποκριτική συμπεριφορά.

Πβ.: Δυσαρεστήθηκε πολύ, γιατί διέκρινε φαρισαϊσμό στην υποδοχή που του έκαναν.

 

Λεξικό των -ισμων

留言


bottom of page